φοντανιέρα

φοντανιέρα
η, Ν
πορσελάνινο ή γυάλινο αντικείμενο κατάλληλο για την τοποθέτηση τών φοντάν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοντάν + κατάλ. -ιέρα (πρβλ. φρουτ-ιέρα, ψωμ-ιέρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”